ἀντιδρῶντας

ἀντιδρῶντας
ἀντιδράω
act against
pres part act masc acc pl
ἀντιδράω
act against
pres part act masc acc pl (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • Unity for Human Rights Party — Albanian: Partia Bashkimi për të Drejtat e Njeriut Greek: Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων …   Wikipedia

  • Party for Justice, Integration and Unity — Partia Drejtësi, Integrim dhe Unitet Leader Shpëtim Idrizi Founded 17 February 201 …   Wikipedia

  • βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …   Dictionary of Greek

  • βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • κραχ — Χρηματιστηριακός όρος, ο οποίος δηλώνει τη μεγάλη και απότομη πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου. Η πτώση αυτή προκαλείται από πανικό, εξαιτίας διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών γεγονότων. Ο όρος κ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μαιάνδριος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Σάμου (6ος αι. π.Χ.). Αρχικά, ο Μ. ήταν γραμματέας του τυράννου του νησιού, Πολυκράτη. Όταν κάποτε ο Πολυκράτης ταξίδεψε στη Μαγνησία, ο Μ. τον αντικατέστησε και ίδρυσε μάλιστα στη Σάμο… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλενοχλωρίδιο — Οργανική ένωση με χημικό τύπο CH2CL2. Ονομάζεται και διχλωρο μεθάνιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή παρόμοια με του χλωροφορμίου· έχει σημείο βρασμού 39,8° C, πυκνότητα 1,33 gr/cm3 (στους 20° C) και είναι αδιάλυτο στο νερό. Παρασκευάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”